ἐκλήτευον

ἐκλήτευον
κλητεύω
summon into court
imperf ind act 3rd pl
κλητεύω
summon into court
imperf ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κλητεύω — (Α κλητεύω) [κλητός] καλώ κάποιον στο δικαστήριο ως μάρτυρα ή διάδικο, τού κοινοποιώ δικαστική κλήση («τίς οὖν ἐκλήτευσεν ὑμᾶς;», Δημοσθ.) αρχ. 1. καλώ με κλητήρα έναν μάρτυρα που δεν θέλει να προσέλθει για να καταθέσει τη μαρτυρία του («τὸν δὲ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”